- τετράκιν
- Αεπίρρ. βλ. τετράκις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετράκις — ΝΜΑ, και τετράκι και τετράκιν Α επίρρ. (στη νεοελλ. λόγιος τ.) τέσσερεις φορές («τετράκις ἔλεγον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * επιρρμ. κατάλ. άκις / άκι (πρβλ. πεντ άκις)] … Dictionary of Greek
τετρακισχίλιοι — αι, α, ΝΜΑ, και λακων. τ. τετρακινχήλιοι και κυρηναϊκός τ. τετρακιχήλιοι, αι, α, Α τέσσερεις χιλιάδες («σὺν ὁπλίταις τετρακισχιλίοις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις / τετράκιν + χίλιοι] … Dictionary of Greek